Είμαι μια άνοιξη στα χέρια σου

14 Ερωτικά ποιήματα & 3 τραγούδια

Σκέψεις γύρω από την ποίηση

Στην αρχή της ανθρώπινης εξέλιξης ποίηση, χορός και μουσική ήταν ένα και το αυτό πράγμα. Ήταν η ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής να εκφράσει τα συναισθήματά της με κάθε τρόπο. Η τέχνη όμως είναι πρώτα απ’ όλα αντανάκλαση της κοινωνικής ζωής. Με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη της κοινωνίας, η ανθρώπινη έκφραση διαφοροποιήθηκε και αναπτύχθηκε σε κάθε τομέα με αυτόνομη μορφή.
Στην πορεία αυτή, η ποίηση αποτελεί το ανώτερο σκαλοπάτι της ανθρώπινης έκφρασης. Μπορεί να θεωρηθεί μυσταγωγία και επικοινωνία με τον άναρθρο λόγο, αυτόματη κραυγή από τα βάθη της καρδιάς, έκρηξη ηφαιστείου.
Από την εποχή του Ομήρου μέχρι τις μέρες μας, ο λαός μας είχε την τύχη να εκφράζεται με τη φωνή μεγάλων ποιητών, που άνοιξαν δρόμους στην ανηφορική πορεία του ανθρώπου για την κατάκτηση της γνώσης και της αλήθειας. Είναι λογικό, λοιπόν, σ’ αυτόν τον τόπο η ποίηση να έχει επιδράσει σοβαρά στη διαμόρφωση και την ανέλιξη κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. Η πραγματικότητα δυστυχώς δεν το επιβεβαιώνει.
Σε προσωπικό επίπεδο, η επαφή μου με την ποίηση καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα μου, αλλά και την πορεία μου στο χώρο της τέχνης, δεδομένου ότι για αντικειμενικούς λόγους αποτέλεσε από την εφηβική μου ηλικία την κυρία πηγή έμπνευσης και την πρώτη ύλη στην ενασχόλησή μου με την μουσική. Είναι λοιπόν για μένα το “αλάτι της ζωής”.

Υ.Γ.1 Τα 14 ερωτικά ποιήματα (αποτέλεσμα αυστηρής επιλογής) και τα 3 τραγούδια που ακολουθούν γράφτηκαν σε μια περίοδο ιδιαίτερου προβληματισμού και εσωτερικής αναζήτησης. Αυτή την πτυχή θεώρησα καλό να αναδείξω με τη δημοσιοποίηση αυτή. Η συλλογή αυτή έχει τον τίτλο στου ανέμου τον ρυθμό.
Υ.Γ.2 Όμως θεώρησα επίσης καλό, να βάλω τον αγαπημένο φίλο και συνεργάτη Βαγγέλη Βελώνια να τα απαγγείλει με την συνοδεία μουσικής.

Τάσος Γκρους 21-1-2022
Της τελευταίας στιγμής: Δύο ποιήματα από τη συλλογή απαγγέλει η Μαρία Τσιμικλή.
Επίσης, σε άλλα τέσσερα από αυτή τη συλλογή έχουν μελοποιηθεί και τα παρουσιάζω σαν τραγούδια.

Ποιήματα

Τα βράχια της ψυχής σου

Σαν τ’ άψυχο κύμα
Θαρθώ τρυφερά να σε φιλήσω
Τραγούδια της αγάπης γλυκά θε να σου πω
Για τον έρωτα που ψυχοραγεί
Με της αγάπης φίλτρο μαγικό θε ν’ αναστήσω
Αυτό που είναι γραφτό στο τέλος να χαθεί
Δίχως το γέλιο σου το γάργαρο να ζήσω
Σαν τ’ ακυβέρνητο καράβι
Που στη θύελα ναυαγεί
Στα βράχια σου πάνω να πέσω
Να τσακιστώ
Κι εκεί να σβήσω

Αγνάντευα τη θάλασσα κι έβλεπα τη μορφή σου

Ταράζονταν τα κύματα κι άκουγα τη φωνή σου
Αγνάντευα τη θάλασσα κι ένιωθα το κορμί σου
Γλάρος λευκός επέταγε κι ήτανε η ψυχή σου
Αγνάντευα τη θάλασσα και είδα ένα καράβι
Ο πόνος πού ’χα στην καρδιά φωτιές πολλές ανάβει
Αγνάντευα τη θάλασσα κι έκλαιγα που μου λείπεις
Κι έτρεχαν ασταμάτητα τα δάκρυα της λύπης
Αγνάντευα τη θάλασσα και μού ’ρθε σκοτοδίνη
Εβούτηξα στα κύματα και έγινα δελφίνι
Ταξίδεψα τη θάλασσα κι έφτασα στην ακτή σου
Ξεψύχησα στα πόδια σου να ’μαι πάντα μαζί σου

Πόσες φορές σε κοίταξα

Πόσες φορές στη σκέψη μου τα χείλη σου
τα τριανταφυλλένια φίλησα
Πόσες φορές στον ύπνο μου το αλαβάστρινο
κορμί σου χάιδεψα
Πόσες φορές στο μεγάλο πέλαγος των μελένιων σου
ματιών βυθίστηκα
Είσουν όμως ένα όνειρο το ανεκπλήρωτο
Είσουν ο απαγορευμένος καρπός του παραδείσου
Σαν τον περήφανο αετό άνοιγες τα φτερά σου
και πέταγες
Πέταγες πολύ ψηλά
Κι εγώ ένας αδύναμος
Γεμάτος πάθη άνθρωπος
Καρφωμένος στη γη
Πολλές φορές γαντζώθηκα στα ψεύτικα
φτερά του Ίκαρου
Δίπλα σου να σταθώ
Να σ’ αγγίζω
Μα γρήγορα έλιωναν τα φτερά μου και βυθιζόμουνα
στα μαύρα τάρταρα της θλίψης
Κι έκλαιγε η ψυχή μου
Και σπάραζε
Και φούντωνε μέσα μου η πυρκαγιά κι η θέληση
να σ’ αποκτήσω
Μέρα με τη μέρα
Ώρα με την ώρα
Σε σπούδαζα
Ψηφίδα ψηφίδα τα κομμάτια της ψυχής σου
ένωνα
Και μεγάλωνε
Θέριευε το πάθος κι η αγάπη μου για σένα
Κι έγινες όνειρο
Κι όπως περνούσε ο καιρός αγαπημένη
Δίπλα σου άλλαζα
Μεταμορφωνόμουν
Ανακάλυπτα απ’ την αρχή το νόημα της ζωής
και αγαπούσα
Αγαπούσα όλο και πιο βαθειά
Τη φύση
Τους ανθρώπους
Γιατί υπήρχες εσύ
Εσύ που ενσαρκώνεις την αγνότητα
Την περηφάνια
Και την ομορφιά του κόσμου

Δελφινάκι που αρμενίζει

Το κορμάκι σου
Κόκκινο του Αιγαίου κοράλλι
Το χειλάκι σου
Μια ευχή κάνω στ’ αστέρια
“Νάσαι πάντα εδώ
Τρυφερά να σ’ αγκαλιάζω
Και να σε φιλώ”.

Φωτογραφίες ασπρόμαυρες

Φωτογραφίες έγχρωμες
Γεμίζουν με φωνές και γλυκιά νοσταλγική μουσική
τη σκληρή σιωπή της ερημιάς μας
Σκύβουν βαθειά στο απύθμενο πηγάδι της ψυχής
ακουμπώντας με σεβασμό και συγκίνηση τις ευαίσθητες
χορδές της ζωής μας
Ταξιδεύουν σαν τα μεταναστευτικά πουλιά στους μαιάνδρους
του μυαλού μας ανιχνεύοντας σπιθαμή σπιθαμή το χρόνο
Ο χρόνος!
Α! Ο χρόνος!
Σκληρός
Χωρίς αισθήματα
Χωρίς φτιασίδια
Αδέκαστος κριτής
Παίζει με την τύχη μας
Παίζει με τις προσδοκίες μας
Παίζει με τα αισθήματά μας όπως ένα παιδί παίζει με τα ζάρια
Ζωή!
Α! Ζωή!
Ποιος αλήθεια μπορεί να μετρηθεί με το χρόνο
Ποιος έχει τη δύναμη δρασκελιά τη δρασκελιά να διασχίσει
τις βαθιές κι απόμακρες χαράδρες του
Να ματώσει και να βγει νικητής από το σφιχταγκάλιασμά του
Αγάπη μου!
Γλυκιά μου αγάπη!
Των ονείρων μου έρωτα!
Της ζωής μου οδηγέ!
Σε ποια διάσταση να μετουσιωθώ
Με ποια κοσμική δύναμη να ενωθώ
Πώς να ταξιδέψω πίσω στο χρόνο
Μαζί σου να συναντηθώ
Στους καταρράκτες των άστρων να λουσθώ το θεϊκό
θαμπωτικό φως σου
Τον ψίθυρο των ερωτικών σου αναφιλητών ν’ αφουγκραστώ
Το πάθος σου για τη ζωή να ανιχνεύσω
Πώς όμως να πάω ενάντια σ’ αυτά που όρισε η ζωή
Ταπεινά προχωρώ
Την τύχη μου ευγνωμονώ που μπόρεσα να σε βρω
Την τύχη μου καταριέμαι που δεν μπορώ να σε χαρώ
και χάνεσαι σαν αστραπή μόλις σε βρίσκω
Έρχεσαι!!!
Σαν την καλοκαιρινή βροχή δροσίζεις το φρυγμένο
χωμάτινο κορμί μου
Σαν το φως οδηγείς τα τυφλά βήματά μου
Σαν λουλούδι στολίζεις τα όνειρά μου
Γρήγορα όμως φεύγεις κι αφήνεις πίσω σου ένα άψυχο
κορμί που περπατά τρεκλίζοντας σαν σε σεληνιακό
τοπίο.
Η παρουσία σου!
Α! Η παρουσία σου!
Η αρχή και το τέλος της ζωής
Η αρχή και το τέλος του χρόνου
Του χρόνου που τρέχει με την ταχύτητα του φωτός
Του χρόνου που με ταξιδεύει σε άλλη διάσταση
Σε άλλους χώρους μαγικούς
Στους χώρους των δικών σου φωτεινών διαδρομών
Μια ώρα και δεκαπέντε λεπτά
Μια ώρα και είκοσι λεπτά
Εβδομήντα πέντε με ογδόντα λεπτά
Τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια με τέσσερις χιλιάδες
οχτακόσια δευτερόλεπτα
Κι ύστερα
Απότομα η αυλαία πέφτει
Η απουσία σου!
Α! Η απουσία σου!
Το μαύρο σκοτάδι του σύμπαντος
Η απόλυτη σιωπή
Πόσο ν’ αντέξεις την προσμονή
Πώς να υπερβείς χωρίς συνέπειες τον μετέωρο χρόνο
Αγάπη μου!!!
Της ερημιάς μου ανθέ!
Τα πέρατα της γης θε να διαβώ
Στις εσχατιές του σύμπαντος θε να μετακομίσω
Φίλτρο μαγικό να ψάξω για να βρω
Το χρόνο της απουσία σου να εκμηδενίσω
Κι ύστερα
Ψηλά στο γαλανό θα σηκωθώ ουρανό
Τα χέρια μου τεράστιες φτερούγες να ανοίξω
Μια ζεστή να φτιάξω αγκαλιά
Και μέσα εκεί απαλά να σε κρατώ
Τους αιώνες των αιώνων μαζί σου να διαβώ
Και τρυφερά να σ’ αγαπήσω

Γλίστρησα στο σκοτάδι σαν τον κλέφτη

Κι έτρεξα στη σκιά ενός δέντρου να κρυφτώ
Δεν έπρεπε να με δει κανένας
Κανένας άλλος εκτός από εσένα
Γεμάτος αδημονία περίμενα να σε δω
Στο βάθος του δρόμου τράβηξε την προσοχή μου
η αέρινη μορφή σου να προβάλλει κάτω
από το φως του φεγγαριού.
Κι έλαμπες!!!
Θεέ μου πώς έλαμπες!!!
Κι όπως πλησίαζες η αύρα σου με μαγνήτιζε
και με απορροφούσε
Γινόμουν ένα μ’ εσένα
Κάθε μόριο του κορμιού μου ενεργοποιήθηκε
Το πάθος μου για σένα φούντωσε
Σήκωσα ενστικτώδικα το χέρι και σου έκανα νόημα
Εσύ όμως συνέχισες να προχωράς
Έτρεξα γρήγορα
Στάθηκα μπροστά σου χαμογελαστός και σε κοίταξα
στα μάτια
-“Γειά σου”
Είπα
-“Δεν με είδες;”
Εσύ
Σα να μη συμβαίνει τίποτα
Συνέχισες να περπατάς
Πέρασες μέσα απ’ το κορμί μου
Σα να μην υπήρχα
Σα να ήμουν μια θλιβερή οπτασία
Και συνέχισες το δρόμο σου
Μ’ εκείνο το βήμα τ’ αγέρωχο και αριστοκρατικό
Σάστισα
-“Δεν είναι δυνατό”
Είπα φωναχτά
-“Πώς συνέβη αυτό”
Γεμάτος έκπληξη γύρισα να δω που είσαι
Και σε είδα
Εκεί στη στροφή του δρόμου
Να πέφτεις στην αγκαλιά ενός άλλου γεμάτη χαρά

Στης ψυχής σου το άπλετο φως γαληνεύω

Στων ματιών σου το πέλαο τ’ όνειρο ζωντανεύω
Όταν είμαι κοντά σου συνεχώς ταξιδεύω
Στον παράδεισο μέσα σαν πρωτόπλαστος ζω

Τα παιχνίδια του έρωτα μαζί σου μαθαίνω
Τις κορφές του κορμιού σου πόντο πόντο διαβαίνω
Στις χαράδρες σου μέσα σαν θεριό ξαποσταίνω
Τα φιλιά σου με πάθος νύχτα μέρα ποθώ

Την γλυκιά σου μορφή με αγωνία γυρεύω
Στης φωνής σου τον ήχο σαν παιδάκι χορεύω
Μακριά σου όταν είμαι με τη θλίψη παλεύω
Όσο ζω κι όσο υπάρχω μόνο εσένα θ’ αγαπώ

Έγινα αστέρι λαμπερό

Και μπήκα στ’ όνειρό σου
Κι έτσι φωτίζω διαρκώς
Το δρόμο το δικό σου

Κοινώνησα το σώμα σου
Ρύθμισα τον σφυγμό σου
Τις φλέβες σου μέσα αφύπνισα
Το φως των ηδονών σου

Απόψε κάνω μιαν ευχή
Και γονατίζω εμπρός σου
Νάμαι κοντά σου μια ζωή
Ο μόνος σύντροφός σου.

Πάλι ήρθες στ’ όνειρό μου

Σαν νεράιδα
Σαν οπτασία που τρυπώνει μέσα απ’ τα βαριά
πέπλα της νύχτας
Κι ήσουν όμορφη
Μα τόσο όμορφη
Σαν τριαντάφυλλο που μόλις άνοιξε τα πέταλά του
Και μου χαμογελούσες
Τι γλυκό αλήθεια το χαμόγελό σου
Και μου έγνεφες από μακριά
Κι έτρεχα να σε προλάβω
Μα εσύ
Μόλις πλησίαζα
Απομακρυνόσουν
Και γέλαγες
Αχ αυτό το γέλιο σου!
Κόκκινη ρομφαία στην καρδιά μου
Κι εγώ έτρεχα
Κι όλο έτρεχα
Κι εσύ συνέχιζες να γελάς και να ξεφεύγεις
Μέχρι που δεν άντεξα άλλο
Και αποκαμωμένος
Σωριάστηκα στη γη
Και σερνόμουν
Και σε παρακαλούσα
Κι σε ικέτευα
Μέχρι που τα μάτια σου
Αχ αυτά τα μάτια σου!
Βούρκωσαν
Γέμισαν δάκρυα
Κι άρχισες να κλαις με αναφιλητά
Ποτάμι έτρεχε το δάκρυ
Με πλησίασες
Με αγκάλιασες τρυφερά
Τα δάκρυά σου σαν πύρινη φωτιά ασταμάτητα μούσκευαν
το κορμί μου
Πλησίασες το πρόσωπό σου στο δικό μου
Πάρε με!
Μου είπες με θαμπή φωνή
Πάρε με απ’ αυτή την κόλαση!
Μέσα μου
Είν’ όλα νεκρά
Σ’ αγκάλιασα με πάθος και σε φίλησα
Και τότε
Στην πιο γλυκιά
Στην πιο όμορφη στιγμή
Ξύπνησα
Κι ήμουν πάλι μόνος στο κρεβάτι

Θα σου δώσω τηλεκάρτα από βελούδο

Δεκαέξι χρυσές λίρες κι ένα εσκούδο
Θα σου γράφω σ’ αγαπώ κι ας με πληγώνεις
Κι απ’ τις τύψεις σου ας κλαις και ας θυμώνεις

Κι επειδή εσύ δε θα τηλεφωνήσεις
Στην αγάπη μου ποτέ δε θ’ απαντήσεις
Να ξοδεύεις κάθε μέρα από μια λίρα
Και να πίνεις στην υγειά μου και μια μπίρα

Κι όταν πίσω κι ας μη το θες πάλι γυρίσεις
Κι αν ντροπή αισθανθείς όταν με συναντήσεις
Κράτησε σφιχτά στο χέρι σου το εσκούδο
Θαν’ η αγάπη μου αιώνια από βελούδο

Μ’ ένα κύμα στο γιαλό
Στου ανέμου τον σκοπό
Θα σου λέω
Γλυκιά μου αγάπη Σ’ αγαπώ

Εκεί στα τέλη του εικοστού

Λίγο πριν τις απαρχές του εικοστού πρώτου
μετά Χριστόν αιώνα
Κάθομαι όπως ο προϊστορικός βασιλιάς Αιγαίας
Στην πιο ψηλή κορφή του μαρτυρίου
Αγναντεύω, όπως κι εκείνος, με λαχτάρα
το ίδιο πέλαγος και με καταδυναστεύουν
οι σκέψεις, η αγωνία, τα άσχημα προ-
αισθήματα
Και περιμένω
Περιμένω καρτερικά το μήνυμά σου
Ο πανδαμάτωρ χρόνος
Που στο διάβα του τα πάντα παρασύρει
και τα πάντα αλλάζει
Μόνο την μορφή που έχει το μήνυμα άλλαξε
Ο άνθρωπος ίδιος έχει μείνει
Ίδιος ο πόνος
Ίδια η μοναξιά
Ίδιο το πάθος
Ίδιες οι προσδοκίες και οι ελπίδες
Το τραγικό πρόσωπο του βασιλιά Αιγαία
ταυτίζεται λοιπόν τόσο απελπιστικά
με το δικό μου;
Όσο υπάρχει αγάπη θα υπάρχει άνθρωπος
Κι όσο υπάρχει άνθρωπος
Για να επιβεβαιώσει και τον μύθο
Θα είναι έτοιμος
Μην αντέχοντας τον πόνο για τον χαμό του
αγαπημένου του προσώπου
Να πέσει να πνιγεί
Όπως ο Αιγαίας
Στα βαθιά γαλάζια νερά της ανυπαρξίας
Αγαπημένη μου
Ας περνάς εσύ καλά
Πίσω για να γυρίσεις χαρούμενη
Και ας ξέχασες
Όπως ο Θησέας
Να κρεμάσεις τα λευκά πανιά
στο ψηλό κατάρτι του πλοίου

Κι επαρήγγειλα στον ήλιο

Φως λευκό αυγερινό
Να φωτίζει τα όνειρά μου
Και μαζί σου εκεί να ζω

Χρώμα παίρνω από τη φύση
Πράσινο, μενεξεδί
Χρωματίζω την ψυχή μου
Μέχρι να σε ξαναδεί

Στων ματιών μου τον καθρέφτη
Καθρεφτίστηκες γυμνή
Κι η ψυχή μου εμαγεύθη
Κι άλλη δεν μπορεί να δει

Δώρα έστειλα στον χρόνο
Να περνάει σαν αστραπή
Κι ακίνητος να μένει
Όταν είμαστε μαζί

Την μορφή σου απ’ άγιο ξύλο
Σκάλισα με προσοχή
Τη θωρώ και παίρνω θάρρος
Στην χαμένη μου ζωή

Επαρήγγειλα στον ήλιο
Να μη βγει άλλο πρωί
Τώρα είσαι εσύ κοντά μου
Να φωτίζεις τη ζωή

Της ζωής μαχητής

Και του πάθους εραστής
Σαν παιδί περπατώ
Υποφέρω πονώ
Μέσα δίσεχτα χρόνια

Μαγεμένος κι εγώ
Από μάγο κακό
Την αλήθεια να βρω
Δεν μπορώ να την βρω
Και δεμένος γυρίζω αιώνια

Μόνη ελπίδα μου εσύ
Το γλυκό σου φιλί
Χάρισέ μου
Σ’ άλλους κόσμους μακρινούς
Της ζωής τους καρπούς
Δώρισέ μου

Δύσκολοι καιροί. Καλοντυμένοι κύριοι. Παρδαλές ντιζέζ.

Ύπουλες φιγούρες ντυμένες με ιερά άμφια. Σιδερόφραχτες ορδές. Όλοι μαζί συνωμοτούν συντονισμένα. Όλοι μαζί παλεύουν να ρίξουν τον Διγενή στα Τάρταρα. Να βυθίσουν τη ζωή στο βούρκο και την ανυπαρξία.
Πολικό κρύο παγώνει τις ψυχές. Πυκνή ομίχλη σκεπάζει το φεγγάρι. Το πιο άγριο κι αιμοβόρο από τα ζώα ο άνθρωπος. Ανήμερο θηρίο. Γεμίζει με ανεξίτηλες πληγές την ψυχή και το σώμα. Μόνον εσύ. Μόνο το δικό σου θλιμμένο γλυκό χαμόγελο δίνει ελπίδες στη ζωή. Ανοίγει βαθιές ραγισματιές στο μαύρο φόντο κι ακτίνες φωτός διαπερνούν το σκοτάδι.
Μόνο η δική σου ύπαρξη απειλεί την οριστική κυριαρχία του Άδη.
Άφησε λοιπόν ελεύθερα κι αβίαστα ν’ ακουστεί το γάργαρό σου γέλιο. Ν’ αντιλαλήσουν τα βουνά από κελαϊδισμούς. Ν’ αναβλύσουν με ασυγκράτητη ορμή τα νερά απ’ τις πηγές. Να κυριαρχήσει η Άνοιξη. Να φέρει το τέλος στον παγερό χειμώνα. Όταν ανοίγεις την αγκαλιά σου και χάνομαι μέσα στα τρυφερά σου χέρια τεράστια κύματα θαλάσσιας αύρας μ’ αγκαλιάζουν δροσερά. Αγγελικές φωνές μου χαϊδεύουν απαλά τ’ αφτιά. Υπέροχες μελωδίες με ταξιδεύουν σε ονειρεμένες παραλίες και οι χορδές της ψυχής μου πάλλονται τρυφερά. Μη μ’ αφήσεις ποτέ. Μην αφήσεις να χαθώ μέσα στα μαύρα πυκνά σκοτάδια του Άδη. Να γίνουν μία απλή υπέροχη ανάμνηση όσα κοντά σου μπορώ να βιώνω. Να μείνει ένα όνειρο. Μια παρένθεση ζωής στο φόντο μιας άδειας λευκής οθόνης. Μείνε κοντά μου. Μείνε κοντά μου για πάντα.

Τραγούδια