Ήταν σκαρφαλωμένος στο περβάζι της ταράτσας μιας πολυκατοικίας. Δεν ήξερε πώς και γιατί βρέθηκε εκεί. Γεγονός είναι ότι ξαφνικά άρχισε να ζαλίζεται και πέφτοντας κατάφερε να πιαστεί με τα χέρια απ’ τα κάγκελα. Προσπαθούσε με αγωνία να κρατηθεί και να σκαρφαλώσει. Άρχισε να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια. Μαζεύτηκαν μερικοί κάτω στο δρόμο κι άλλοι βγήκαν στα γύρω μπαλκόνια κοιτάζοντας αγουροξυπνημένοι με περιέργεια. Ανάμεσά τους αναγνώρισε το γλυκό πρόσωπο εκείνης. Γύρισε όλο αγωνία προς το μέρος της και με απόγνωση της ζήτησε να τον βοηθήσει. Του ’ριξε μια φοβισμένη ματιά και απομακρύνθηκε διακριτικά. Τα χέρια του ματωμένα απ’ την προσπάθεια και μουσκεμένα στον ιδρώτα δεν τον κρατούσαν πια κι αφήνοντας μια φοβερή μακρόσυρτη κραυγή γλίστρησε στο κενό. Πέφτοντας με την άκρη του ματιού του διέκρινε ένα ολόγεμο φωτεινό φεγγάρι σαν τεράστιο μάτι που τον κοίταζε περίεργα ψηλά απ’ τον ουρανό.
Ξύπνησε αλαφιασμένος. Ανασηκώθηκε και μούσκεμα στον ιδρώτα κοίταξε τα ρολόι. Ήταν μόλις 3 το πρωί. Αϊ στο διάολο μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του. Τι κωλο-όνειρο ήταν πάλι αυτό. Είναι αλήθεια όμως ότι, τώρα τελευταία, μετά δηλαδή που εγκατέλειψε την οικογένεια κι έφυγε απ’ το σπίτι, συχνά πυκνά ξυπνούσε με εφιάλτες και γενικά δεν κοιμότανε καλά.
Είχε δεσμευτεί από μικρός. Μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του και τελείωσε με το στρατιωτικό παντρεύτηκε με την καλή του. Όλα φαινόντουσαν ότι θα πάνε μια χαρά. Ήταν μαζί βλέπεις από 17 χρονών και αγαπιόντουσαν πραγματικά. Είχαν μάθει να ζουν καλά, να ξεπερνούν τις δύσκολές τους στιγμές και να ανέχονται ο ένας τα ελαττώματα του άλλου. Με τον καιρό όμως και ιδιαίτερα μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, άρχισαν οι πρώτες σοβαρές προστριβές και οι άσχημες συγκρούσεις. Σταμάτησαν σιγά σιγά να επικοινωνούν μεταξύ τους κι έτσι μοιραία, αφού οι δρόμοι τους απομακρύνθηκαν, μια ωραία πρωία, δεν άντεξε άλλο, πήρε τα μπογαλάκια του και μετακόμισε σε μια γκαρσονιέρα στην άλλη άκρη της πόλης. Δεν ήταν απ’ τους τύπους που θα συμβιβαζότανε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του μαζί της συμβατικά. Βρέθηκε, λοιπόν, ξαφνικά μπροστά σε μια κατάσταση πρωτόγνωρη για αυτόν. Κάθε μέρα όμως που περνούσε, γινότανε ολοένα και πιο δύσκολη, ολοένα και πιο ανυπόφορη. Άντε να τρέξει γα τη δουλειά. Άντε να τρέξει στο άλλο σπίτι για τα παιδιά. Άντε να τρέξει για πάρτη του, για να την βγάλει καθαρή. Είχε αρχίσει να κουράζεται, ιδιαίτερα ψυχολογικά και να αντιμετωπίζει φοβερά οικονομικά προβλήματα. Αυτό το καλοκαίρι αναγκάστηκε, λοιπόν, να μείνει πίσω και να αναβάλει για αργότερα τη φυγή του απ’ την πόλη για να κάνει ολιγοήμερες διακοπές. Τέλος Αυγούστου λοιπόν και νάτος, μόνος μέσα στη φοβερή ζέστη να προσπαθεί να επιβιώσει.
Κάθισε στο κρεβάτι, άναψε τσιγάρο κι άρχισε να κουνάει τα πόδια του νευρικά. Φταίει η ζέστη σκέφτηκε. Ξεσκίστηκε φέτος στις ζέστες. Και να μπορούσε να φύγει έστω το Σαββατοκύριακο. Είχε μπροστά του ακόμη 10 μέρες μέχρι τις διακοπές. Σηκώθηκε έσβησε το τσιγάρο και πήγε στην τουαλέτα, κατούρησε και πλένοντας τα χέρια του κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Δυο μαύροι απειλητικοί κύκλοι στεφάνωναν τα μάτια του. Έβγαλε τη γλώσσα έξω και την κοίταξε με προσοχή. Ήταν κάτασπρη και άγρια σαν τσαρούχι. Μπράβο μαλάκα, είπε, συνέχισε έτσι και να δούμε πού θα καταλήξεις. Γύρισε στο κρεβάτι και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Πού όμως να τον πάρει ο ύπνος. Σκέφτηκε να βγει στο μπαλκόνι μπας κι η δροσιά της νύχτας τον ηρεμήσει. Άναψε κι άλλο τσιγάρο και γύρισε το βλέμμα του στο φεγγάρι. Ήταν πανσέληνος και στέκονταν εκεί καταμεσούρανα επιβλητικό σαν μια τεράστια φωτεινή μπάλα. Λογικό είναι μουρμούρισε. Τώρα εξηγείται γιατί δεν με πιάνει ύπνος. Την προσοχή του τράβηξε ξαφνικά κάτω στο δρόμο το ερωτικό νιαούρισμα δυο γατών. Σαν συνειρμός του ’ρθε στο μυαλό το γυμνό κορμί εκείνης ξαπλωμένο όλο ηδυπάθεια και ανυπομονησία πάνω στο κρεβάτι του.
Την γνώρισε εκεί στη γειτονιά. ήταν κατά την άποψή του η ωραιότερη γυναίκα της περιοχής. Μια μέρα, που έπιασε ξαφνικά μπόρα κι έβρεχε καταρρακτωδώς, την συνάντησε να στέκεται κάτω απ’ τα μπαλκόνια μιας πολυκατοικίας, προσπαθώντας να προφυλαχτεί απ’ τη βροχή. Δεν έχασε την ευκαιρία και προσφέρθηκε να την συνοδεύσει με τ’ αμάξι του μέχρι το σπίτι. Αυτή δέχθηκε με ανακούφιση και με μεγάλη ευχαρίστηση. Ήταν η πρώτη μιας σειράς περίεργων συμπτώσεων, που είχαν φυσικά σκηνοθετηθεί με μαεστρία, όπως του άρεσε να πιστεύει και που του έδιναν τη δυνατότητα κάθε τρεις και μία να την συναντάει όλως τυχαίως από δω κι από κει. Αυτή βέβαια κάθε φορά έκανε την ξαφνιασμένη, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι είχε καταλάβει τι συνέβαινε κι έδειχνε καθαρά ότι το απολαμβάνει κι ότι της αρέσει πολύ. Παρ’ όλα αυτά, όσες φορές της πρότεινε να βρεθούν και να βγούνε έβρισκε πάντοτε κάποια δικαιολογία και απέφευγε να δεχθεί. Με τον καιρό όμως ενέδωσε. Βλέπεις ήταν κι αυτός πολύ εμφανίσιμος και κάθε γυναίκα θα επιθυμούσε να κυκλοφορήσει στο πλάι του. Τότε κατάλαβε και γιατί του έφερνε τόσες δυσκολίες. Δεν είχε πολύ καιρό που είχε χωρίσει κι αυτή. Είχε παντρευτεί πριν 3 χρόνια με κάποιον που είχε γνωρίσει πριν μικρό χρονικό διάστημα και μιας και ήθελε να ξεφύγει απ’ τους δικούς της, που την καταπίεζαν σε αφάνταστο βαθμό, δέχθηκε αμέσως την πρόταση που της έκανε για γάμο. Για κακή της τύχη όμως έπεσε στην περίπτωση. Ο καλός της αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ ζηλιάρης, αυταρχικός και γενικά πολύ νευρικός. Μετά την πρώτη φάση προσαρμογής και αφού έκανε όσες προσπάθειες μπορούσε για να αλλάξουν οι συνθήκες και εξάντλησε την υπομονή της, άρχισε τις αντιδράσεις. Ο μάγκας όμως δεν σήκωνε ζοριλίκια και με τον καιρό φτάσανε σε αδιέξοδο και στον χωρισμό. Τελευταία μάλιστα τα πράγματα είχαν πάρει πολύ άσχημη τροπή και είχαν αρχίσει να πέφτουν και μερικές ψιλές. Φοβόταν λοιπόν πολύ, γιατί την είχε προειδοποιήσει ότι παρ’ όλο που είχανε χωρίσει, αν την έκανε τσακωτή με κάποιον άλλον δεν θα την έβγαζε καθαρή. Του είχε κολλήσει ότι τα πράγματα φτάσανε εκεί γιατί υπήρχε κάποιος άλλος στη μέση. Ήταν αναγκαστικά λοιπόν πολύ διακριτική και πρόσεχε ιδιαίτερα, γιατί κάθε λίγο και λιγάκι με διάφορες αφορμές της έκανε κανονικές εφόδους στο σπίτι με φασαρίες και φωνές. Έτσι, είχαν τα πράγματα, όμως αυτός κατάφερε με την πρώτη να την ανεβάσει στο σπίτι του. Ήταν πολύ πιο ωραία απ’ ότι φανταζότανε. Είχε ένα κορμί σφριγηλό, αλαβάστρινο, γεμάτο καμπύλες κι ήταν εκεί στο κρεβάτι γεμάτη πόθο και τον καλούσε. Πλησίασε, ξάπλωσε πάνω της και αποφασιστικά, αλλά και τρυφερά μπήκε μέσα της. Ένας παροξυσμός τους κυρίευσε και τα κορμιά τους ενωμένα σφιχτά, σα νάταν ένα, αναταράσσονταν παθιασμένα σ’ έναν ξέφρενο ρυθμό. Τον αγκάλιασε δυνατά και τα νύχια της άρχισαν να μπήγονται μέσα στις σάρκες του, καθώς έφθανε στην κορύφωση και βογκούσε δυνατά όλο ηδονή. Μείνανε εκεί κολλημένοι σαν στρείδια για πολύ ακόμη. Κάθε φορά που έφερνε στο μυαλό του αυτές τις στιγμές αισθανότανε το αίμα του να ανεβαίνει στο κεφάλι και ένας πρωτόγονος πόθος τον κυρίευε.
Κοίταξε προς τη διπλανή πολυκατοικία και μια τρελή ιδέα του σφηνώθηκε στο μυαλό. Χωρίς να σκεφτεί άλλο, φόρεσε στα γρήγορα το παντελόνι κι έριξε πάνω του ένα πουκάμισο και κατέβηκε αποφασιστικά στο δρόμο. Πλησίασε στην πόρτα της διπλανής πολυκατοικίας και χωρίς να χάνει καιρό χτύπησε το κουδούνι εκείνης. Μετά από κάποιο διάστημα ακούστηκε απ’ το θυροτηλέφωνο η νυσταγμένη φωνή της να ρωτάει ποιος είναι. Της απάντησε. Ύστερα από κάποιες στιγμές αναμονής, που του φάνηκαν αιώνες, η πόρτα άνοιξε και όρμησε στην κυριολεξία προς το ασανσέρ. Ανέβηκε και φτάνοντας στην πόρτα της την αγκάλιασε και χωρίς να της πει ούτε λέξη την φίλησε όλο πάθος. Αυτή τραβήχτηκε λίγο και υποχώρησε προς τα μέσα. Σιγά του είπε, θα μας ακούσουν. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και σηκώνοντάς την στην αγκαλιά του προχώρησε ψάχνοντας να βρει την κρεβατοκάμαρα. Δεν είχε έρθει άλλη φορά στο σπίτι της. Από τότε που κάνανε έρωτα για πρώτη φορά, πριν 10 μέρες, δεν είχανε ξαναϊδωθεί. Σφίχτηκε πάνω του και του έδειξε το δρόμο. Την ακούμπησε απαλά πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να φιλά το μισόγυμνο κορμί της. Απελευθερώθηκαν από τα ρούχα τους και αυτή χαϊδεύοντάς τον άρχισε να του φιλά την πλάτη. Ανατρίχιασε απ’ την ηδονή. Γύρισε την αγκάλιασε και ύστερα βάζοντάς την από κάτω άρχισε να ιχνηλατεί κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Σπάραζε και βογκούσε έχοντας αφεθεί σε μια πρωτόγνωρη γι’ αυτήν εμπειρία. Έχωσε το χέρι του ανάμεσα στα σκέλια της και με μαεστρία άρχισε να παίζει με το γενετήσιο όργανό της. Αυτή δεν άντεξε άλλο και βγάζοντας μια κραυγή γεμάτη πάθος και ηδονή έφθασε σε οργασμό. Ξάπλωσε δίπλα της αφήνοντάς την να συνέρθει λίγο. Γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της λάμπανε από ευτυχία. Τον αγκάλιασε και του είπε με βραχνή φωνή. Ξέρεις να κάνεις τη γυναίκα να πηγαίνει στον παράδεισο. Την φίλησε τρυφερά και περνώντας από πάνω της μπήκε απαλά μέσα της. Ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμά του και τα κορμιά τους άρχισαν να στριφογυρνάν δαιμονισμένα, σα να χόρευαν το χορό της φωτιάς. Ντρίιιν. Κοκάλωσαν. Ήταν το κουδούνι του σπιτιού που χτυπούσε. Για μερικά δευτερόλεπτα επικράτησε νεκρική σιγή. Αμέσως μετά πετάχτηκαν επάνω σαν ελατήρια. Είναι αυτός, του είπε με πνιχτή φωνή. Κρύψου γιατί έτσι και σε βρει εδώ δεν την γλυτώνουμε. Ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια του και με σπασμωδικές κινήσεις άρχισε να τριγυρίζει για να βρει τα ρούχα του και να ντυθεί. Εκείνη πολύ πιο ψύχραιμη, ενώ έριχνε κάτι επάνω της και τακτοποιούσε βιαστικά το κρεβάτι, τον έσπρωξε στο μπαλκόνι να κρυφτεί γιατί από στιγμή σε στιγμή ο άλλος θα έφτανε στην πόρτα. Θόλωσε ακόμη περισσότερο και με το ένα μπατζάκι του παντελονιού περασμένο στο ένα πόδι και με το άλλο στο χέρι άρπαξε το πουκάμισο κι έτρεξε προς την μπαλκονόπορτα. Αυτό όμως σκάλωσε στην μπετούγια και τραβώντας το με δύναμη γεμάτος αγωνία σκίστηκε. Βλαστήμησε άσχημα. Βγαίνοντας έξω γύρισε και είδε έναν ψηλό, ωραίο άντρα γύρω στα 30 να μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα σπρώχνοντάς την με θυμό. Αυτός ο καργιόλης είναι λοιπόν; Ο άλλος άρχισε να μιλάει έντονα και να χειρονομεί επαναλαμβάνοντας συνέχεια: Πού είναι. Πού είναι αυτός ο πούστης. Τον είδα να μπαίνει. Εκείνη φοβισμένη προσπαθούσε όσο μπορούσε πιο ψύχραιμα να τον ηρεμήσει, λέγοντάς του ότι έκανε λάθος και ότι θάπρεπε να σταματήσει νάχει έμμονες ιδέες. Τα πράγματα όμως φαίνεται ότι έπαιρναν άσχημη τροπή γιατί οι φωνές τους άρχισαν ν’ ακούγονται όλο και πιο δυνατές μέσα στη νύχτα. Άρχισε να τρέμει στην ιδέα ότι μπορούσε νάρθει προς το μπαλκόνι γιατί τον είδε να ψάχνει από δωμάτιο σε δωμάτιο και κατάλαβε ότι αργά ή γρήγορα θα ερχότανε να κοιτάξει κι εκεί. Αυτόματα πέρασε απ’ το μυαλό του η σκηνή που είχε βιώσει μικρός.
Ήτανε περίπου 7 χρονών αλλά ήταν πολύ ζωηρός. Σκέτος διάολος. Η μάνα του κι ο πατέρας του είχαν πάντοτε να το λένε πόσο πολύ τους είχε δυσκολέψει τη ζωή και με πόσα πολλά προβλήματα και ανησυχίες τους είχε φορτώσει με την συμπεριφορά του. Βαθειά όμως μέσα τους, το διέκρινε κανείς καθαρά, ένιωθαν υπερήφανοι που είχαν ένα παιδί έξυπνο και τόσο ζωηρό. Τι στο διάολο! Θα ’ταν καλύτερα δηλαδή αν είχαν ένα χαζοχαρούμενο και μαλθακό παιδί; Όχι βέβαια! Για να τα βρει μπαστούνια αργότερα στη ζωή; Φώναζαν λοιπόν, τον μάλωναν, αλλά μόνο και μόνο γιατί έπρεπε να κρατήσουν τα προσχήματα. Έτσι λοιπόν κι αυτός, παίρνοντας μέρος στο παιχνίδι και παίζοντας το ρόλο του μια χαρά το εκμεταλλευότανε και έκανε ουσιαστικά ό,τι ήθελε. Ήτανε καλοκαίρι λοιπόν κι είχανε πάει στο χωριό του πατέρα του. Η γιαγιά του, που ζούσε ακόμα, έμενε σ’ ένα παλιό διώροφο σπίτι. Εκείνα τα παραδοσιακά παλιά σπίτια, που το ισόγειο, το λεγόμενο κατώι, το χρησιμοποιούσαν σαν χώρο παραμονής για τα ζωντανά και τον επάνω όροφο, με τα μεγάλα φωτεινά δωμάτια και το μπαλκόνι για κατοικία. Απέναντι ακριβώς απ’ το σπίτι της γιαγιάς του υπήρχε ένα άλλο πολύ πιο μεγάλο και σύγχρονο σπίτι, με μεγάλο κήπο γύρω γύρω και μια πολύ ωραία και περιποιημένη αυλή. Διέκρινε κανείς καθαρά ότι το σπίτι ανήκε σε κάποιον που είχε μπόλικο παραδάκι και σίγουρα πρέπει να ήταν απ’ τους προεστούς του χωριού. Άγρυπνος φύλακας, ελεύθερο μέσα στην αυλή, ένα τεράστιο λυκόσκυλο, που με το που πλησίαζε κανείς την καγκελόπορτα ορμούσε γαυγίζοντας κατά πάνω του, δείχνοντας τα μεγάλα, άσπρα, σουβλερά του δόντια. Δεν τολμούσε κανείς λοιπόν να περάσει την πόρτα αν δεν έβγαινε κάποιος απ’ το σπίτι και δεν μάζευε το σκυλί. Το γεγονός αυτό τον είχε εντυπωσιάσει πολύ απ’ την πρώτη στιγμή. Έκανε λοιπόν τα πάντα για να εκνευρίσει το σκύλο, διασκεδάζοντας με τα καμώματά του. Είχε δημιουργηθεί κατά συνέπεια πρόβλημα με τους γείτονες, οι οποίοι επανειλημμένα είχαν διαμαρτυρηθεί στη γιαγιά του για την συμπεριφορά του αυτή. Όμως, αυτός, παρ’ όλες της νουθεσίες της γιαγιάς και τις ψιλές του πατέρα του, δεν έβαζε μυαλό. Είχε πωρωθεί και ηδονιζότανε σε αφάνταστο βαθμό βλέποντας τον σκύλο να εξαγριώνεται, έχοντας βέβαια σαν δεδομένο ότι ήταν κλεισμένος μέσα στην αυλή και δεν μπορούσε να βγει. Ο σκύλος με το που τον έβλεπε γινότανε θηρίο ανήμερο και ορμούσε πάνω στα κάγκελα, αν ήταν δυνατό να τα ρίξει κάτω και να τον κατασπαράξει. Ένα πρωινό λοιπόν, που δεν είχαν πάει με τους γονείς του για μπάνιο, βάλθηκε και πάλι να κάνει δύσκολη τη ζωή στο σκύλο. Του είχε διαφύγει όμως μια μικρή, αλλά πολύ σημαντική, λεπτομέρεια. Ότι η καγκελόπορτα ήταν μισάνοιχτη και ο σκύλος, λυμένος όπως ήταν, μπορούσε να βγει. Με το που άρχισε λοιπόν να τον πειράζει, ο σκύλος αφιονισμένος, αλλά και λυτρωμένος που επιτέλους μπορούσε χωρίς εμπόδια να τον αντιμετωπίσει, όρμησε προς την πόρτα. Διέκρινε αμέσως ότι αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα γι’ αυτόν και με όση δύναμη είχε άρχισε τρομοκρατημένος να τρέχει προς το σπίτι της γιαγιάς του ανεβαίνοντας σαν τρελός τα σκαλοπάτια. Κι ο σκύλος όμως έτρεχε ξωπίσω του σαν λυσσασμένος, αφού αυτή τη φορά είχε την ευκαιρία να κινηθεί και να τον κυνηγήσει. Μπροστά λοιπόν αυτός ουρλιάζοντας και πίσω του ο σκύλος γαυγίζοντας, πέρασαν την πόρτα του σπιτιού και μπροστά στα έκπληκτα και φοβισμένα μάτια της γιαγιάς και του πατέρα του, διέσχισαν το σπίτι και πήγανε προς το μικρό μπαλκόνι. Εκεί όμως τελείωνε αναγκαστικά η διαδρομή. Η κατάσταση ήταν πλέον πολύ κρίσιμη και θα είχε δραματικό τέλος αν για καλή του τύχη το αφεντικό του σκύλου δεν είχε αντιληφθεί απ’ την πρώτη στιγμή τι συνέβαινε και δεν προλάβαινε να παρέμβει. Είχε λοιπόν στην κυριολεξία δει το χάρο με τα μάτια του και το γεγονός αυτό τον είχε σημαδέψει.
Ένιωσε λοιπόν, όπως και τότε, σαν κυνηγημένο αγρίμι, που έχει παγιδευτεί και δε βρίσκει διέξοδο. Που μπορούσε να πάει; Να πηδήξει κάτω απ’ τον τέταρτο όροφο δεν γινότανε. Να μείνει εκεί και να κρυφτεί δεν γινότανε. Γύρισε λοιπόν πάνω στην απελπισία του και κοίταξε προς τα πάνω. Ένας όροφος μόνο τον χώριζε απ’ την ταράτσα. Γύρω στα 4 μέτρα περίπου. Έψαξε με το μάτι του μέσα στη νύχτα κάποιο στήριγμα, κάτι τέλος πάντων, που θα του έδινε τη δυνατότητα να σκαρφαλώσει και να ξεφύγει. Διέκρινε με ανακούφιση μια υδρορροή να περνάει δίπλα απ’ το μπαλκόνι και να φτάνει μέχρι την ταράτσα. Σκαρφάλωσε αποφασιστικά τα κάγκελα του μπαλκονιού και πιάστηκε απ’ την υδρορροή, κάνοντας την προσευχή του για να μην ξεκολλήσει και γκρεμοτσακιστεί. Άρχισε με δυσκολία να σέρνεται προς τα πάνω. Τα χέρια του είχαν ματώσει και το κορμί του όπου ήταν γυμνό είχε ολότελα γδαρθεί. Μετά από φοβερή προσπάθεια, έχοντας και την τύχη με το μέρος κατάφερε να πλησιάσει στον στόχο του και με μια τελευταία προσπάθεια γαντζώθηκε απ’ τα κάγκελα και κάνοντας ακόμα μια έλξη βρέθηκε σκαρφαλωμένος και πανευτυχής στο περβάζι της ταράτσας. Τότε μόνο κατάλαβε και το αίμα πάγωσε στις φλέβες του. Πέφτοντας στο κενό, γύρισε και κοίταξε για τελευταία φορά το πανέμορφο Αυγουστιάτικο φεγγάρι, που σαν τεράστιο μάτι τον κοίταζε περίεργα ψηλά απ’ τον ουρανό.